- ξεροτηγανίζω
- 1. τηγανίζω με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο2. καθιστώ κάτι ξερό με το τηγάνισμα, τηγανίζω περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, παρατηγανίζω3. μτφ. ταλαιπωρώ κάποιον συνεχώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροτηγανίζω — ξεροτηγάνισα, ξεροτηγανίστηκα, ξεροτηγανισμένος 1. τηγανίζω με λίγο λάδι ή βούτυρο: Σώθηκε το λάδι και τα ψάρια ξεροτηγανίστηκαν. 2. κάνω κάτι πολύ ξερό από το πολύ τηγάνισμα: Τις ξεροτηγάνισες τις πατάτες. 3. μτφ., ταλαιπωρώ, ενοχλώ υπερβολικά,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροτηγάνισμα — το [ξεροτηγανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα 3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση … Dictionary of Greek
εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
σωτέ — Ν (άκλ. επίθ.) (για έδεσμα) τηγανισμένος με λάδι ή βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saute < ρ. sauter «ξεροτηγανίζω, τηγανίζω ανακινώντας το περιεχόμενο τού τηγανιού, πηδώ» (< λατ. salto «χορεύω»)] … Dictionary of Greek